τροπώνω

τροπώνω
[-й (ο )] μετ. укреплять (вёсла) ремнём в уключине

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τροπώνω" в других словарях:

  • τροπώνω — τροπῶ, όω, ΝΑ [τροπός] ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα νεοελλ. ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά …   Dictionary of Greek

  • τροπώνω — τρόπωσα, τροπώθηκα, τροπωμένος 1. συνδέω το κουπί με το σκαρμό. 2. βάζω σκοινένιο σκουλαρίκι σε τροχίλο, σε μακαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπωτός — ή, ό, Ν [τροπώνω] ναυτ. (για τρόχιλο) αυτός που περιβάλλεται με τροπό, με σχοινένιο δακτύλιο …   Dictionary of Greek

  • τροπώ — (I) έω, Α (σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ τού τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε έω / ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)]. (II) όω, ΜΑ [τροπή] τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω. (III) όω, Α βλ. τροπώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»